μονοφυσιτικός

μονοφυσιτικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο μονοφυσιτισμό ή το μονοφυσίτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονοφυσιτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονοφυσιτισμό ή στους μονοφυσίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοφυσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αν. Δ. Κυριακό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”